- πούδρα
- πούδρα, η και πούντρα, η(λ. γαλλ.), καλλυντικό σε σκόνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πούδρα — και πούντρα, η, Ν καλλυντικό τού προσώπου που έχει στερεά υφή σε πολύ λεπτό διαμερισμό, σε πολύ λεπτή σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. poudre < λατ. pulvis, eris «σκόνη»] … Dictionary of Greek
πουδράρω — και πουδραρίζω Ν [πούδρα] καλύπτω με πούδρα … Dictionary of Greek
πουδροθήκη — η, Ν θήκη ή κουτί που περιέχει πούδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούδρα + θήκη] … Dictionary of Greek
αλευρώνω — 1. πασπαλίζω με αλεύρι 2. λερώνω με αλεύρι 3. πασπαλίζω με πούδρα, πουδράρω 4. μεσ. μορφώνομαι επιφανειακά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεύρωμα] … Dictionary of Greek
διάπασμα — διάπασμα, το (Α) [διαπάσσω] αρωματική πούδρα για το πρόσωπο και το σώμα … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
ορυζόσκονη — και ρυζόσκονη, η σκόνη από ρύζι, ορυζάμυλο, που χρησιμοποιείται ως βασική ύλη παρασκευής καλλωπιστικών προϊόντων για την επίπαση τού προσώπου, πούδρα … Dictionary of Greek
περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… … Dictionary of Greek